- εγκληματώ
- [еглима] р. совершать (преступление)
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
εγκληματώ — εγκληματώ, εγκλημάτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εγκληματώ — ( έω) 1. διαπράττω έγκλημα 2. διαπράττω κακή ή επιβλαβή πράξη («εγκληματεί εναντίον τής υγείας του») … Dictionary of Greek
εγκληματώ — εγκλημάτησα, αμτβ. 1. κάνω έγκλημα, κακουργώ. 2. διαπράττω κακή πράξη, μεγάλη απερισκεψία: Εγκληματείς κατά του εαυτού σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκλιματίζω — εγκλιματίζω, εγκλιμάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής